περίδεσις

περίδεσις
περίδεσ-ις, εως, ,
A tying round, Muson.Fr.19p.107H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιδέσει — περίδεσις tying round fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιδέσεϊ , περίδεσις tying round fem dat sg (epic) περίδεσις tying round fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχαιμος — η, ο (ΑΜ ἴσχαιμος, ον) αυτός που προκαλεί αναστολή τής κυκλοφορίας τού αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» η πρόχειρη κατάπαυση τής αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) ο στυπτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος ρίζα φυτού που… …   Dictionary of Greek

  • περίδεση — η / περίδεσις, έσεως, ΝΑ [περιδέω] το δέσιμο ολόγυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”